Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2016

Παραλλαγές του γιοφυριού της Άρτας ή εναλλακτικές προσεγγίσεις


Πέντε μάστοροι από την Αρβανία,
Δύο από τα Γιάννενα και τρεις απ’ τα Τζουμέρκα.
Έχτιζαν το γιοφύρι μα το βράδυ εγκρεμιζόταν.
Τον λόγο τον εγύρευαν μα το γιατί δεν βρίσκαν,
ώσπου σαν από μηχανής θεός εμφανίστηκε μια μαύρη γάτα
τον λόγο επήρε και στον πρωτομάστορα είπε:
«Αδερφή αν δεν θυσιάσεις γιοφύρι δεν θα φτιάξεις».
Πανικός τον έπιασε  τον μάστορα
Μα πώς τη μικρή του αδερφή θα πα να θυσιάσει;
Μια φαεινή ιδέα του ’ρθε το πρώτο το μαστόρι
να στείλει για να την καλέσει να περπατήσει τάχα πρώτη στο έτοιμο γιοφύρι.
Τον αδερφό της συναντά και με απορία τον ρωτά: «Μα γιατί με φώναξες καλέ μου αδερφέ, αφού γιοφύρι έτοιμο δεν έχει για να δω».
Σπρώχνει ο πρωτομάστορας με πίκρα μεγάλη τη μικρή του αδερφή στην τρύπα τη μεγάλη.
Βγάζει λόγο η αδερφή «μεγάλη κατάρα θα σας βρει».
Στενοχώρια έπιασε τον πρωτομάστορα μεγάλη κι έπεσε κι αυτός κι έτσι χτίστηκαν κι οι δυο στο γιοφύρι το γερό.
Κατερίνα Β
Πωλίνα Γ.
Μαρία Γ


Ήταν εννιά φίλοι που χτίζανε γεφύρι.

Κάθε βδομάδα γκρεμιζόταν χωρίς αιτία.

Καθίσανε και εσκεφτήκανε και ξαφνικά τους ήρθε λύση.

Ένας αετός σαν από μηχανής θεός τους είπε:

<<δίχως μπετό γεφύρι δεν στεριώνει>>.


Το καλοσκεφτήκανε και το έκαναν στην πράξη.

Το γεφύρι ήταν γερό σαν βράχος από ένα βουνό

Αλλά στο τέλος ήρθε ένα (εχθρικό) μαχητικό και τα έκανε όλα

 ρημαδιό.
                                                                    Αναστάσιος Γ.
                                                                    Νίκος Γ.
                                                                    Δημήτρης Β
                                                                    
                                                                    Περικλής Α.



Σαράντα μάστορες προσπαθούν να χτίσουν μια γέφυρα που τους είχε αναθέσει ο βασιλιάς. Τη μέρα το χτίζανε και το βράδυ γκρεμιζόταν. Απεγνωσμένοι οι μάστορες αναζητούσαν λύση σε όλο το χωριό αλλά μόνο ένας μπορούσε να τούς βοηθήσει. O μεγάλος σοφός του χωριού.
Ο πρωτομάστορας πρώτος πήγε να ρωτήσει. Ο μεγάλος σοφός είπε πως κάποιο σημαντικό άτομο πρέπει να θυσιαστεί. Όλοι οι μάστορες αποφάσισαν ότι αυτό το άτομο ήταν η γυναίκα του πρωτομάστορα. Έτσι, οι μάστορες έστειλαν έναν νεαρό αγγελιοφόρο να πει στην γυναίκα του πρωτομάστορα να έρθει στη γέφυρα. Ο νεαρός όμως γεμάτος ενοχή της είπε ότι για θυσία προοριζόταν. Έτσι η γυναίκα έκπληκτη και συντετριμμένη αποφάσισε πως ο άντρας της έπρεπε να πληρώσει. Καθώς έφτανε στην γέφυρα αντίκρισε τον άντρα της ο οποίος ήταν πρόθυμος να την θυσιάσει χωρίς δεύτερη σκέψη. Εκείνος της είπε να πλησιάσει σε έναν λάκκο για να του περιγράψει τι βρίσκεται μέσα, επειδή ήταν η μόνη που μπορούσε να χωρέσει. Η γυναίκα πλησίασε και ο νεαρός έσπρωξε τον πρωτομάστορα μέσα στον λάκκο. Όλοι οι μάστορες άρχιζαν να τον χτίζουν. Ο πρωτομάστορας μπερδεμένος και θλιμμένος θυμήθηκε τα λόγια του μεγάλου σοφού ότι ένα σημαντικό άτομο έπρεπε να θυσιαστεί.

Ανδρέας Γ.
Γιώργος Γ.
Γιώργος Β.
Δημήτρης Γκ.


Εκατό μάστοροι και πενήντα μαθητάδες
Κάθε μέρα χτίζανε της Άρτας το γιοφύρι
μα το βράδυ έπεφτε και πολύ στενοχωριούνταν.
Και μια μέρα η μάντισσα προφητεία είπε:
«Την κόρη της βασίλισσας να θυσιάσουν πρέπει».
Τ’ άκουσε η βασίλισσα και του θανάτου πέφτει.
 Προτού καλά καλά το σκεφτεί η βασίλισσα
Την κόρη παν’ και παίρνουν τάχα πως πάνε στο χωριό
λουλούδια να της φέρουν!
Καθώς φτάνουν στο γιοφύρι,
η βασίλισσα προβάλλει τη θέση της κόρης της να πάρει.
Κλάμα κακό και συμφορά, κλάμα κακό και δάκρυ ανάμεσα στη μάνα και στη μονάκριβή της κόρη.
Θυσία έγινε κι η μάνα εσκοτώθει για το καλό του τόπου της
και της μικρής της κόρης!
                                                                       Ολυμπία Α.
                                                                       Σεϊμά Α.
                                                                        Ανδριάνα Β.
                                                                        Βλάχου Ρ.
 Τρεις  μάστοροι και έξι μαθητάδες
έργο σπουδαίο χτίζανε μα το βράδυ εγκρεμιζόταν.
Έκατσαν και σκέφτηκαν το κεφάλι τους εσπάσαν
και στο τέλος λύση βρήκανε  απ’ το  θεό  σταλμένη.
Κάθε μάστορας γυναίκα αγαπημένη έπρεπε να θυσιάσει.
Το επόμενο αποταχύ οι τρεις γυναίκες έφτασαν
νύφες των μαστόρων χαρούμενες ερώτησαν πώς πάνε οι δουλειές.
Εκείνοι βοήθεια τους ζήτησαν στα θεμέλια να μπούνε να αντικαταστήσουνε τους αρρώστους βαριά μαθητάδες….
Εκείνες επονηρεύτηκαν πως σχέδιο είχαν οι άνδρες  από όνειρο της προηγούμενης νυκτός και δεν αποδέχτηκαν τη βούληση των ανδρών τους.
Μόνο κατάρα έδωσαν το έργο αυτό ποτέ να μη χτιστεί και πάντα έτσι να μείνει.
                                                                      
                                                                                  Μαρία Α.
Ιωάννα Β.
             Το ξωκκλήσι του Αι-Λιος
Εκεί στην άκρη του βουνού
δίπλα σε μια βρυσούλα
ξωκλήσι ετοιμάζανε
σαράντα νοματαίοι
ξωκλήσι ήταν του Αι- Λιος
στη χάρη του ταγμένο
να σταματάνε όσοι θεν
να ανάβουν τα καντήλια.
Από την μια το κτίζουν
από την άλλη πέφτει.
Τι νάνε άραγε αυτό που θα στεριώσει
τούτο δω το ξωκλήσι το ξακουστό;
Μιλάνε, συλλογίζονται και ευθύς αποφασίζουν
όλοι μαζί να ανταμωθούν στην άκρη της βρυσούλας.
Και εκεί που κάθονταν και απόφαση δεν πέρναν
θαρρούν πως τάχα το νερό της βρύσης του μιλά.
-         Γεια σας λεβέντες κι άρχοντες
μα λύση δεν θα βρείτε
αν δεν ακούσετε εμέ τούτο που χω να σας πω:
-         Αυτή ,λοιπόν,την εκκλησία σε τούτο το ξωκλήσι
τοίχος δε κτίζεται ψηλός ούτε πόρτα στεριώνει
αν άνθρωπος δεν μπει στη γη βαθειά να το στηρίξει.
Βαθειά σιγή επλάκωσε ετούτη τη βρυσούλα
και η φύση λες και πάγωσε στα λόγια του νερού.

Και ξάφνου εμφανίστηκε ο παπά-Γιάννης μπρός τους
και ευθύς τους αποκρίθηκε πως τούτη εδώ η εκκλησία
είναι δική του ευθύνη γι΄ αυτό και ο ίδιος θα γηνεί θυσία για να γίνει .
Με λύπη και με απελπισία
την άλλη μέρα κτίζουν τον παπά-Γιάννη τον καλό
κάτω από το Άγιο Ιερό.
Την ώρα εκείνη ο παπά-Γιάννης εύχεται από το μαύρο χώμα:
-         Διαβατές εύχομαι σε εσάς εδώ που θα σταματάτε
την θεια χάρη να ‘χετε κεράκι να μου αναφτε
και απλόχερα τα αγαθά έχετε στην ζωή σας.


                                                                                                  Έλενα Δ.
                                                                                                   Όλγα Κ.


Εξήντα εργάτες βοηθούσαν για τη δημιουργία του γιοφυριού των Ιωαννίνων. Όμως κάθε μέρα πέθαινε κι ένας εργάτης, καθώς το γιοφύρι δεν στέριωνε. Ολημερίς και ολονυχτίς προσπαθούσαν χωρίς κανένα αποτέλεσμα μέχρι που οι μάστοροι έγιναν τριάντα.
Σαν από μηχανής θεός εμφανίστηκε ένας λύκος και όλοι τρόμαξαν χωρίς να καταλάβουν ότι ήρθε για καλό, ως τη στιγμή που μίλησε με ανθρώπινη λαλιά. Τη λύση τους φανέρωσε, θυσία έπρεπε να γίνει. Οι πρώτοι οι διαβάτες που φανούν αυτοί θα το θεμελίωναν. Αυτό τους φάνηκε εύκολη νίκη σε μια μάχη που πίστευαν πως δεν θα τέλειωνε ποτέ, ως το άλλο πρωί που οι πρώτοι διαβάτες ήταν η οικογένεια του πρωτομάστορα, η γυναίκα του και τα τρία του παιδιά. Σαν τους είδε ο πρωτομάστορας πληγώθηκε πολύ και παρόλο που νεύματα τους έκανε για να γυρίσουν πίσω, εκείνοι το βήμα επιτάχυναν.
 Ο λύκος χάρηκε πολύ χωρίς να κάνει προσπάθεια να το κρύψει. Με δικαιολογία ότι χάθηκε το δαχτυλίδι του πρωτομάστορα, η γυναίκα  και τα παιδιά του προσφέρονται αμέσως να βοηθήσουν. Έψαχναν αρκετή ώρα αλλά τίποτα δεν έβρισκαν. Ο λύκος πήγε να δει από κοντά τη θυσία της οικογένειας, καθώς όμως υπήρχαν (μέσα στο γιοφύρι) δύο έξοδοι, τη στιγμή που η μητέρα με τα τρία παιδιά έβγαιναν ο λύκος έμπαινε με αποτέλεσμα να θυσιαστεί ο ίδιος, αφού στο μεταξύ οι εργάτες έριξαν πολλές πέτρες με αποτέλεσμα ο λύκος να θαφτεί στο γιοφύρι.
Το γιοφύρι από τότε έχει στεριώσει κι η οικογένεια έζησε για πολλά χρόνια ευτυχισμένη
Μαρία Π.
Φαίη  Κ.
Μυρτώ Κ.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου